ψιμυθίῳ — ψιμύθιον white lead neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιμυθιώνω — ψιμυθιῶ, όω, ΝΑ, και ψιμμυθιῶ και ψυμυθιῶ και ψημυθιῶ, όω, Α [ψίμυθος / ύθιον] νεοελλ. αλείφω το πρόσωπο με καλλυντικά, φτειασιδώνω αρχ. λευκαίνω το πρόσωπο με ψιμύθιο («ἐψιμυθιῶσθαι προστετρίφθαι τρίμματι λευκὸν τὸν χρῶτα ποιοῡντι», Μέγα… … Dictionary of Greek
ψιμυθίωι — ψιμυθίῳ , ψιμύθιον white lead neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψημυθιώ — άω, Α βλ. ψιμυθιῶ … Dictionary of Greek
ψιμυθίωση — η, Ν [ψιμυθιώ] επάλειψη τού προσώπου με ψιμύθιο, φτειασίδωμα … Dictionary of Greek
ψιμυθώ — όω, ΜΑ, και ψυμυθῶ, όω, Α [ψίμυθος] ψιμυθιώ* μσν. (κατά τον Μοίρ.) «ἐντρίβεσθαι τὸ ὑπογράφεσθαι καὶ ψιμυθοῡσθαι» … Dictionary of Greek
ψυμυθιώ — όω, Α βλ. ψιμυθιῶ … Dictionary of Greek